- τρωγάλια
- τρωγάλιαfruits eaten at dessertneut nom/voc/acc plτρωκτόςto be gnawedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] … Dictionary of Greek
τρωγαλίων — τρωγάλια fruits eaten at dessert neut gen pl τρωκτός to be gnawed fem gen pl τρωκτός to be gnawed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγαλίζω — Ν [τρωγάλια] τρώγω κάτι και ιδίως τρωγάλια, κάνοντας θόρυβο με τα δόντια μου, ροκανίζω … Dictionary of Greek
νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε … Dictionary of Greek
τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] … Dictionary of Greek
τρωκτός — ή, όν, Α [τρώγω] 1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός 2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά τα τρωγάλια … Dictionary of Greek
τρώγανα — τὰ, Α τα τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. ανο ν (πρβλ. πόπ ανο ν)] … Dictionary of Greek
τρώγμα — τὸ, Α [τρώγω] συν. στον πληθ. τὰ τρώγματα τα τρωγάλια … Dictionary of Greek
τρώξιμος — ον, ΜΑ [τρῶξις] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα τα τρωγάλια αρχ. τρωκτός* … Dictionary of Greek
ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig … Proto-Indo-European etymological dictionary